- απειλητηριος
- ἀπειλητήριος3грозящий, угрожающий
(λόγοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγοι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απειλητήριος — ἀπειλητήριος, α, ον (Α) αυτός που απειλεί, απειλητικός … Dictionary of Greek
ἀπειλητηρίους — ἀπειλητήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)